κομιστικά

κομιστικά
κομιστικός
fit for taking care of
neut nom/voc/acc pl
κομιστικά̱ , κομιστικός
fit for taking care of
fem nom/voc/acc dual
κομιστικά̱ , κομιστικός
fit for taking care of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κομιστικά — κομιστικά, τα και κόμιστρα, τα οι δαπάνες της μεταφοράς, μεταφορικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομιστικός — ή, ό (Α κομιστικός, ή, όν) [κομίζω] ο κατάλληλος να μεταφέρει κάτι νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κομιστικά οι δαπάνες μεταφοράς, τα μεταφορικά, τα κόμιστρα αρχ. 1. ο κατάλληλος για φροντίδα 2. (για τροφές και φάρμακα) δυναμωτικός …   Dictionary of Greek

  • κόμιστρο — το (Α κόμιστρον] συν. στον πληθ. τα κόμιστρα πληρωμή ή αμοιβή μεταφοράς, κομιστικά, μεταφορικά αρχ. συν. στον πληθ. τά κόμιστρα α) ευγνωμοσύνη για διάσωση β) πληρωμή για την επιστροφή χαμένου αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομίζω + επίθημα τρον που… …   Dictionary of Greek

  • κόμιστρα — τα βλ. κομιστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φερτίκια — τα τα έξοδα μεταφοράς από τόπο σε τόπο, τα κομιστικά, τα κόμιστρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”