κομιστικά — κομιστικά, τα και κόμιστρα, τα οι δαπάνες της μεταφοράς, μεταφορικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομιστικός — ή, ό (Α κομιστικός, ή, όν) [κομίζω] ο κατάλληλος να μεταφέρει κάτι νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κομιστικά οι δαπάνες μεταφοράς, τα μεταφορικά, τα κόμιστρα αρχ. 1. ο κατάλληλος για φροντίδα 2. (για τροφές και φάρμακα) δυναμωτικός … Dictionary of Greek
κόμιστρο — το (Α κόμιστρον] συν. στον πληθ. τα κόμιστρα πληρωμή ή αμοιβή μεταφοράς, κομιστικά, μεταφορικά αρχ. συν. στον πληθ. τά κόμιστρα α) ευγνωμοσύνη για διάσωση β) πληρωμή για την επιστροφή χαμένου αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομίζω + επίθημα τρον που… … Dictionary of Greek
κόμιστρα — τα βλ. κομιστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φερτίκια — τα τα έξοδα μεταφοράς από τόπο σε τόπο, τα κομιστικά, τα κόμιστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)